ψαμμακόσιοι

ψαμμακόσιοι
-αι, -α, Α
(κωμική λ.) άπειρο, αναρίθμητο πλήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + -κόσιοι, αναλογικά προς τα αριθμητικά σε -κόσιοι (πρβλ. πεντα-κόσιοι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψαμμακόσιοι — sand hundred masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαμμακοσίοις — ψαμμακόσιοι sand hundred masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαμμακοσίοισι — ψαμμακόσιοι sand hundred masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαμμακοσίους — ψαμμακόσιοι sand hundred masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαμμακόσια — ψαμμακόσιοι sand hundred neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαμμοκοσίους — ψαμμακόσιοι sand hundred masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαμμοκόσια — ψαμμακόσιοι sand hundred neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαμμακοσιογάργαροι — αι, α, Α (στον Αριστοφ.) (κωμική λ.) αναρίθμητοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαμμακόσιοι + γάργαρα «πλήθος, αφθονία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”